πολυτελῶς

πολυτελῶς
πολυτελής
very expensive
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα …   Dictionary of Greek

  • TENSA — I. TENSA M. Graeciae insul. ab Ionibus instituta. Solinus, c. 8. II. TENSA non ἀπὸ τοῦ θείου, quod etymon legas apud Asconium, in 3. Verr. nec a Papia solum comprobatur; sed Caesare etiam Scaligero de Re Poetic. l. 1. c. 32. verum a tendendo. Ita …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκτενώς — επίρρ. (AM ἐκτενῶς) νεοελλ. «εν εκτάσει» με πολλά λόγια, με λεπτομέρειες («μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό») αρχ. μσν. πρόθυμα, ολόψυχα, με ζήλο, θερμά αρχ. 1. δραστήρια 2. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα, πολυτελώς 3. με αφθονία 4. έντονα,… …   Dictionary of Greek

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

  • καταχλιδώ — καταχλιδῶ, άω, ιων. τ. καταχλιδέω (Α) 1. είμαι τελείως θηλυπρεπής, εκτεθηλυμμένος 2. (με γεν.) επιδεικνύω χλιδή και πολυτέλεια για να προσβάλω ή να δείξω περιφρόνηση σε κάποιον («οὐδενὸς οὐδὲ Ῥωμαίων ἐν τοσαύτῃ φαντασίᾳ καταχλιδῶντος τῆς Ἀττικῆς» …   Dictionary of Greek

  • λαμπρόβιος — λαμπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει πολυτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + βίος (πρβλ. κοινό βιος, μακρό βιος)] …   Dictionary of Greek

  • λουσάρω — και λουσαρίζω [λούσο] ντύνω κάποιον πολυτελώς, καλλωπίζω …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοτελώς — μεγαλοτελῶς (Μ) επίρρ. πολυτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *μεγαλοτελής] …   Dictionary of Greek

  • μεριμνώ — (ΑM μεριμνῶ, άω) φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ) μσν. 1. στενοχωριέμαι για κάτι 2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου 3. προβληματίζομαι… …   Dictionary of Greek

  • παρατρυφώ — άω, Α 1. ζω με απολαύσεις, πολυτελώς, πλησιάζοντας ευπόρους 2. εντρυφώ σε κάτι 3. συμμετέχω σε κάποιο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρυφῶ «ζω με πολυτέλεια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”